Anonymous

βαίνω: Difference between revisions

From LSJ
3,818 bytes added ,  31 December 2018
1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βαίνω:''' (√<i>ΒΑ</i>), μέλ. [[βήσομαι]], Δωρ. <i>βᾱσεῦμαι</i>, Επικ. [[βέομαι]] ή [[βείομαι]], παρακ. [[βέβηκα]], Δωρ. <i>βέβᾱκα</i>, με Επικ. συγκρ. γʹ πληθ. <i>βεβάᾱσι</i>, συνηρ. <i>βεβᾱσι</i>· απαρ. παρακ. βεβάναι [ᾰ], Επικ. [[βεβάμεν]] [ᾰ]· μτχ. <i>βεβαώς</i>, <i>-αυῖα</i>, Αττ. [[βεβώς]]· υπερσ. [[ἐβεβήκειν]], Επικ. <i>βεβήκειν</i>, συγκρ. γʹ πληθ. <i>βέβᾰσαν</i>· αόρ. βʹ [[ἔβην]], Δωρ. <i>ἔβᾱν</i>· Επικ. γʹ ενικ. <i>βῆ</i>, Επικ. γʹ δυϊκ. [[βάτην]] [ᾰ]· γʹ πληθ. <i>ἔβᾱν</i>· προστ. [[βῆθι]], Δωρ. [[βᾶθι]], βʹ πληθ. [[βᾶτε]]· υποτ. <i>βῶ</i>, Επικ. [[βείω]], Επικ. γʹ ενικ. <i>βήῃ</i>, Δωρ. [[βᾶμες]] (αντί <i>βῶμεν</i>)· ευκτ. [[βαίην]]· απαρ. ενεστ. [[βῆναι]], Επικ. [[βήμεναι]]· μτχ. [[βάς]], <i>βᾶσα</i>, [[βάν]]· γʹ πρόσ. ενικ. Μέσ. Επικ. αορ. αʹ [[ἐβήσετο]]·<br /><b class="num">Α.</b> Στους [[παραπάνω]] χρόνους·<br /><b class="num">I. 1.</b> αμτβ., [[περπατώ]], [[βαδίζω]], λέγεται [[κυρίως]] για [[κίνηση]] με τα πόδια· <i>ποσσὶ</i> ή <i>ποσὶ βαίνειν</i> σε Όμηρ. κ.λπ.· με απαρ. στον Όμηρ., βῆ [[ἰέναι]], [[αλλά]] και στη [[φράση]] <i>βῆ ἰέμεν</i>, κίνησε να [[πάει]], ξεκίνησε, «πήρε το δρόμο του», σε Ομήρ. Ιλ.· βῆ [[θέειν]], ξεκίνησε να τρέχει, στο ίδ.· βῆ δ' [[ἐλάαν]], στο ίδ.· με αιτ. τόπου, σε Σοφ.· με [[κάθε]] [[πρόθεση]] που σημαίνει [[κίνηση]], όπως: <i>ἐπὶ νηὸς ἔβαινεν</i>, επέβαινε σε [[πλοίο]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἐφ' ἵππων βάντες</i>, [[αφού]] ανέβηκαν στο [[άρμα]], στο ίδ.· <i>βαίνειν δι' αἵματος</i>, [[διέρχομαι]] μέσα από [[αίμα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> στον παρακ., [[στέκομαι]] ή βρίσκομαι σε ένα [[μέρος]]· <i>χῶροςἐν ᾧ βεβήκαμεν</i>, σε Σοφ.· [[συχνά]] [[σχεδόν]] = [[εἰμί]] ([[sum]]), <i>εὖ βεβηκώς</i>, [[στέκομαι]] πάνω σε [[καλή]] [[βάση]], στηρίζομαι [[καλά]], είμαι [[καλά]] θεμελιωμένος, [[ακμάζω]], [[ευτυχώ]], σε Ηρόδ., κ.α.· με την [[παραπάνω]] [[σημασία]], <i>οἱἐν τέλει βεβῶτες</i>, αυτοί που βρίσκονται σε κάποιο [[αξίωμα]], σε Ηρόδ., Σοφ.· <i>ἐπὶ ξυροῦ βεβηκέναι</i>, πρβλ. [[ξυρόν]].<br /><b class="num">3.</b> [[φεύγω]], απομακρύνομαι, [[αναχωρώ]], σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· [[βέβηκα]], ευφημ. αντί [[τέθνηκα]], σε Αισχύλ., Σοφ.· μεταφ., λέγεται για άψυχα αντικείμενα, [[ἐννέα]] ἐνιαυτοὶ βεβάασι, [[εννέα]] χρόνια ήρθαν και πέρασαν, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">4.</b> [[έρχομαι]]· [[τίπτε]] βέβηκας; σε Ομήρ. Ιλ.· [[καταφθάνω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">5.</b> [[συνεχίζω]], [[προχωρώ]], [[προβαίνω]]· ἐς [[τόδε]] τόλμης, <i>ἐς τοσοῦτον ἐλπίδων</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως μτβ., με αιτ., [[ανεβαίνω]], σε Όμηρ. μόνο στον Μέσ. αόρ. αʹ, βήσασθαι [[δίφρον]]· σε Παθ., <i>ἵπποι βαινόμεναι</i>, φοράδες αναπαραγωγής, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[χρέος]] [[ἔβα]] με, με κατέλαβαν τα χρέη, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> στους ποιητές, με αιτ. που δηλώνει το όργανο της κίνησης, η οποία είναι [[τελείως]] πλεοναστική· βαίνειν [[πόδα]], [[επιταχύνω]] το [[βήμα]], [[επισπεύδω]], σε Ευρ. κ.α. <b>Β.</b> Μτβ., σε μέλ. <i>βήσω</i>, αόρ. αʹ [[ἔβησα]], κάνω κάποιον να φύγει· <i>βῆσεν ἀφ' ἵππων</i>, <i>ἐξ ἵππων βῆσε</i>, τους έκανε να κατεβούν από το [[άρμα]], σε Ομήρ. Ιλ.· στον ενεστ., μ' αυτήν την [[έννοια]] χρησιμ. το [[ρήμα]] [[βιβάζω]].
|lsmtext='''βαίνω:''' (√<i>ΒΑ</i>), μέλ. [[βήσομαι]], Δωρ. <i>βᾱσεῦμαι</i>, Επικ. [[βέομαι]] ή [[βείομαι]], παρακ. [[βέβηκα]], Δωρ. <i>βέβᾱκα</i>, με Επικ. συγκρ. γʹ πληθ. <i>βεβάᾱσι</i>, συνηρ. <i>βεβᾱσι</i>· απαρ. παρακ. βεβάναι [ᾰ], Επικ. [[βεβάμεν]] [ᾰ]· μτχ. <i>βεβαώς</i>, <i>-αυῖα</i>, Αττ. [[βεβώς]]· υπερσ. [[ἐβεβήκειν]], Επικ. <i>βεβήκειν</i>, συγκρ. γʹ πληθ. <i>βέβᾰσαν</i>· αόρ. βʹ [[ἔβην]], Δωρ. <i>ἔβᾱν</i>· Επικ. γʹ ενικ. <i>βῆ</i>, Επικ. γʹ δυϊκ. [[βάτην]] [ᾰ]· γʹ πληθ. <i>ἔβᾱν</i>· προστ. [[βῆθι]], Δωρ. [[βᾶθι]], βʹ πληθ. [[βᾶτε]]· υποτ. <i>βῶ</i>, Επικ. [[βείω]], Επικ. γʹ ενικ. <i>βήῃ</i>, Δωρ. [[βᾶμες]] (αντί <i>βῶμεν</i>)· ευκτ. [[βαίην]]· απαρ. ενεστ. [[βῆναι]], Επικ. [[βήμεναι]]· μτχ. [[βάς]], <i>βᾶσα</i>, [[βάν]]· γʹ πρόσ. ενικ. Μέσ. Επικ. αορ. αʹ [[ἐβήσετο]]·<br /><b class="num">Α.</b> Στους [[παραπάνω]] χρόνους·<br /><b class="num">I. 1.</b> αμτβ., [[περπατώ]], [[βαδίζω]], λέγεται [[κυρίως]] για [[κίνηση]] με τα πόδια· <i>ποσσὶ</i> ή <i>ποσὶ βαίνειν</i> σε Όμηρ. κ.λπ.· με απαρ. στον Όμηρ., βῆ [[ἰέναι]], [[αλλά]] και στη [[φράση]] <i>βῆ ἰέμεν</i>, κίνησε να [[πάει]], ξεκίνησε, «πήρε το δρόμο του», σε Ομήρ. Ιλ.· βῆ [[θέειν]], ξεκίνησε να τρέχει, στο ίδ.· βῆ δ' [[ἐλάαν]], στο ίδ.· με αιτ. τόπου, σε Σοφ.· με [[κάθε]] [[πρόθεση]] που σημαίνει [[κίνηση]], όπως: <i>ἐπὶ νηὸς ἔβαινεν</i>, επέβαινε σε [[πλοίο]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἐφ' ἵππων βάντες</i>, [[αφού]] ανέβηκαν στο [[άρμα]], στο ίδ.· <i>βαίνειν δι' αἵματος</i>, [[διέρχομαι]] μέσα από [[αίμα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> στον παρακ., [[στέκομαι]] ή βρίσκομαι σε ένα [[μέρος]]· <i>χῶροςἐν ᾧ βεβήκαμεν</i>, σε Σοφ.· [[συχνά]] [[σχεδόν]] = [[εἰμί]] ([[sum]]), <i>εὖ βεβηκώς</i>, [[στέκομαι]] πάνω σε [[καλή]] [[βάση]], στηρίζομαι [[καλά]], είμαι [[καλά]] θεμελιωμένος, [[ακμάζω]], [[ευτυχώ]], σε Ηρόδ., κ.α.· με την [[παραπάνω]] [[σημασία]], <i>οἱἐν τέλει βεβῶτες</i>, αυτοί που βρίσκονται σε κάποιο [[αξίωμα]], σε Ηρόδ., Σοφ.· <i>ἐπὶ ξυροῦ βεβηκέναι</i>, πρβλ. [[ξυρόν]].<br /><b class="num">3.</b> [[φεύγω]], απομακρύνομαι, [[αναχωρώ]], σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· [[βέβηκα]], ευφημ. αντί [[τέθνηκα]], σε Αισχύλ., Σοφ.· μεταφ., λέγεται για άψυχα αντικείμενα, [[ἐννέα]] ἐνιαυτοὶ βεβάασι, [[εννέα]] χρόνια ήρθαν και πέρασαν, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">4.</b> [[έρχομαι]]· [[τίπτε]] βέβηκας; σε Ομήρ. Ιλ.· [[καταφθάνω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">5.</b> [[συνεχίζω]], [[προχωρώ]], [[προβαίνω]]· ἐς [[τόδε]] τόλμης, <i>ἐς τοσοῦτον ἐλπίδων</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως μτβ., με αιτ., [[ανεβαίνω]], σε Όμηρ. μόνο στον Μέσ. αόρ. αʹ, βήσασθαι [[δίφρον]]· σε Παθ., <i>ἵπποι βαινόμεναι</i>, φοράδες αναπαραγωγής, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[χρέος]] [[ἔβα]] με, με κατέλαβαν τα χρέη, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> στους ποιητές, με αιτ. που δηλώνει το όργανο της κίνησης, η οποία είναι [[τελείως]] πλεοναστική· βαίνειν [[πόδα]], [[επιταχύνω]] το [[βήμα]], [[επισπεύδω]], σε Ευρ. κ.α. <b>Β.</b> Μτβ., σε μέλ. <i>βήσω</i>, αόρ. αʹ [[ἔβησα]], κάνω κάποιον να φύγει· <i>βῆσεν ἀφ' ἵππων</i>, <i>ἐξ ἵππων βῆσε</i>, τους έκανε να κατεβούν από το [[άρμα]], σε Ομήρ. Ιλ.· στον ενεστ., μ' αυτήν την [[έννοια]] χρησιμ. το [[ρήμα]] [[βιβάζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''βαίνω:''' (fut. [[βήσομαι]] - дор. [[βάσομαι]] и [[βασεῦμαι|βᾱσεῦμαι]]; pf. [[βέβηκα]] - дор. [[βέβακα|βέβᾱκα]]; aor. 2 [[ἔβην]] - эп. [[βῆν]], дор. βᾶν, pass. ἐβάθην)<br /><b class="num">1)</b> шагать, ходить ([[μετὰ]] ῥυθμοῦ Thuc. и ἐν ῥυθμῷ Plat.): βῆ [[ἰέναι]] или [[ἴμεν]] Hom. он отправился; βῆ [[θέειν]] и βῆ φεύγων Hom. он побежал; [[μεγάλα]] β. Luc. широко шагать;<br /><b class="num">2)</b> всходить, подниматься (ἐς δίφρρον и ἐφ᾽ ἵππων, ἐπὶ [[νηός]] Hom.; med. [[δίφρον]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> садиться верхом (ἀμφὶ δούρατι и περὶ [[τρόπιος]] Hom.);<br /><b class="num">4)</b> идти, отправляться ([[προτὶ]] [[ἄστυ]] Hom.);<br /><b class="num">5)</b> входить (δόμον [[Ἄϊδος]] [[εἴσω]] Hom.; Θήβας Soph.);<br /><b class="num">6)</b> приходить, прибывать; pf. пребывать, находиться, быть ([[χῶρος]] ἐν ᾦ βεβήκαμεν Soph.): βεβὼς ἐπὶ ξυροῦ τύχης Soph. находящийся на краю гибели; ἐν κακοῖς βεβάναι Soph. впасть в несчастье; (εὖ) βεβηκώς Her., Xen. упрочившийся, прочный, твердый, сильный; βεβηκυῖα [[μάχη]] Plut. упорный бой; οἱ ἐν τέλει βεβῶτες Soph. власть имущие;<br /><b class="num">7)</b> сходить, спускаться (ἀπὸ πύργων [[χαμᾶζε]], κατ᾽ Οὐλύμποιο καρήνων Hom.);<br /><b class="num">8)</b> возвращаться (ἐν νηυσὶ ἐς πατρίδα Hom.);<br /><b class="num">9)</b> доходить (ἐς [[τόδε]] τόλμης Soph.): ἐς τοσοῦτον ἐλπίδων [[βεβώς]] Soph. будучи доведен до такой уверенности;<br /><b class="num">10)</b> проходить, претерпевать: δι᾽ ὀδύνης β. Eur. страдать;<br /><b class="num">11)</b> набрасываться, нападать (αἶνον [[ἔβα]] [[κόρος]] Pind.; ὀδύνα βαίνει τινά Eur.); настигать ([[ἔβα]] [[νέμεσις]] ἔς τινα Eur.);<br /><b class="num">12)</b> выходить, уходить (ἐξ οἴκου Hom.); уезжать (ἐν и ἐπὶ [[νηυσί]] Hom.);<br /><b class="num">13)</b> исчезать, пропадать (ἐκ βροτῶν Soph.): [[βεβᾶσι]] ἀκρῶται στρατοῦ Aesch. погиб цвет войска; [[δέδοικα]] μὴ βεβήκῃ Soph. боюсь, не умер ли он;<br /><b class="num">14)</b> проходить, протекать, миновать (ἐνννέα βεβάασι ἐνιαυτοί Hom.);<br /><b class="num">15)</b> следовать, преследовать ([[μετά]] τινα и τι Hom.);<br /><b class="num">16)</b> (о животных) покрывать (β. καὶ παιδοσπορεῖν Plat.): ἵπποι βαινόμεναι Her. случные кобылицы;<br /><b class="num">17)</b> доставлять, приводить (ἵππους ἐπὶ Βουπρασίου Hom.; τινὰ ἐς Ἑλλάδα Eur.);<br /><b class="num">18)</b> (только aor. [[ἔβησα]]) сбрасывать, опрокидывать (τινα ἐξ и ἀφ᾽ ἵππων Hom.);<br /><b class="num">19)</b> размеренно декламировать, скандировать (τὸ [[ἔπος]] Arst.).
}}
}}