Anonymous

βαθύκομος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(7)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βαθύκομος]], -ον (Α)<br />(για βουνά) [[εκείνος]] που έχει [[πυκνά]] δάση.
|mltxt=[[βαθύκομος]], -ον (Α)<br />(για βουνά) [[εκείνος]] που έχει [[πυκνά]] δάση.
}}
{{elru
|elrutext='''βαθύκομος:''' густо поросший (ὄρεα Arph.).
}}
}}