Anonymous

βαρύφρων: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βᾰρύφρων:''' -ον ([[φρήν]]), γεν. <i>-ονος</i>, [[βαρύθυμος]], [[κατηφής]], αυτός που έχει σπουδαίο σκοπό, αυτός που έχει σοβαρή [[σκέψη]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''βᾰρύφρων:''' -ον ([[φρήν]]), γεν. <i>-ονος</i>, [[βαρύθυμος]], [[κατηφής]], αυτός που έχει σπουδαίο σκοπό, αυτός που έχει σοβαρή [[σκέψη]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''βαρύφρων:''' 2, gen. ονος разгневанный, гневный ([[Νέμεσις]] Anth.; [[Ἡρακλῆς]] Theocr. - v. l. к [[βαθύφρων]]).
}}
}}