Anonymous

ἄφορος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄφορος:''' -ον ([[φέρω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που δεν φέρει καρπούς, [[άκαρπος]], [[άγονος]], σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που προκαλεί [[ακαρπία]], [[στειρότητα]], μαρασμό, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἄφορος:''' -ον ([[φέρω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που δεν φέρει καρπούς, [[άκαρπος]], [[άγονος]], σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που προκαλεί [[ακαρπία]], [[στειρότητα]], μαρασμό, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄφορος:''' <b class="num">1)</b> бесплодный ([[δένδρον]] Her., Plut.; γῆ Xen.; φυτά Arst.);<br /><b class="num">2)</b> делающий бесплодным, несущий бесплодие (χθονί Aesch. - v. l. φθοράν).
}}
}}