Anonymous

ἀφυβρίζω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀφυβρίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[αφήνω]] τον εαυτό μου ελεύθερο στο [[πάθος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀφυβρίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[αφήνω]] τον εαυτό μου ελεύθερο στο [[πάθος]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀφυβρίζω:''' <b class="num">1)</b> шутл. перебеситься, перебродить (ἀφύβρισον ἣν ἀφύβρικα Men.);<br /><b class="num">2)</b> необузданно предаваться, излишествовать (εἰς τρυφὰς καὶ πότους Plut.).
}}
}}