Anonymous

βάρδιστος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βάρδιστος:''' -η, -ον, από Επικ. μετάθ. αντί <i>βράδιστος</i>· υπερθ. του [[βραδύς]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[βαρδύτερος]], αντί <i>βραδύτερος</i>, <i>σε</i> Θεόκρ.
|lsmtext='''βάρδιστος:''' -η, -ον, από Επικ. μετάθ. αντί <i>βράδιστος</i>· υπερθ. του [[βραδύς]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[βαρδύτερος]], αντί <i>βραδύτερος</i>, <i>σε</i> Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''βάρδιστος:''' эп. (= [[βράδιστος]]) superl. к βραούς.
}}
}}