Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βλιμάζω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(7)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βλιμάζω]] και -ττω (Α)<br /><b>1.</b> [[δοκιμάζω]] με το [[δάχτυλο]] την όρνιθα αν έχει [[αβγό]]<br /><b>2.</b> [[τρίβω]], [[μαλάσσω]] το γυναικείο [[στήθος]]<br /><b>3.</b> [[ποθώ]] πολύ [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[βλίττω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη που οφείλεται πιθ. σε εκφραστικό σχηματισμό. Άγνωστης ετυμολ.].
|mltxt=[[βλιμάζω]] και -ττω (Α)<br /><b>1.</b> [[δοκιμάζω]] με το [[δάχτυλο]] την όρνιθα αν έχει [[αβγό]]<br /><b>2.</b> [[τρίβω]], [[μαλάσσω]] το γυναικείο [[στήθος]]<br /><b>3.</b> [[ποθώ]] πολύ [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[βλίττω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη που οφείλεται πιθ. σε εκφραστικό σχηματισμό. Άγνωστης ετυμολ.].
}}
{{elru
|elrutext='''βλῑμάζω:''' (дор. 1 л. pl. praes. βλιμάδδομες) щупать, ощупывать Arph., Luc.
}}
}}