Anonymous

βάσιμος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βάσῐμος:''' [ᾰ], -ον ([[βαίνω]]), [[προσβάσιμος]], [[προσιτός]], σε Δημ., Πλούτ.
|lsmtext='''βάσῐμος:''' [ᾰ], -ον ([[βαίνω]]), [[προσβάσιμος]], [[προσιτός]], σε Δημ., Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''βάσῐμος:''' (ᾰ) проходимый, доступный (τόποι Dem., Plut., Diod.; β. [[ἱστορία]] [[χρόνος]] Plut.).
}}
}}