Anonymous

βουκολέω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βουκολέω:''' Δωρ. βωκ-, μέλ. <i>-ήσω</i>, Ιων. παρατ. <i>βουκολέεσκον</i> ([[βουκόλος]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[βόσκω]], [[προσέχω]], [[φυλάω]], [[επιμελούμαι]] βόδια, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., λέγεται για βόδια, [[διατρέχω]] τα λιβάδια, βόσκομαι, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται και για πρόσωπα, [[υπηρετώ]], [[λατρεύω]], σε Αριστοφ. — Μέσ., <i>τόνδε βουκολούμενος πόνον</i>, βρίσκομαι [[συνεχώς]] απασχολημένος μ' αυτόν το μόχθο, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[παραπλανώ]], [[εξαπατώ]], [[ξεγελώ]], στον ίδ.· Μέσ., <i>ἐλπίσι βουκολοῦμαι</i>, τρέφομαι με αυταπάτες, βαυκαλίζομαι, σε Ευρ.
|lsmtext='''βουκολέω:''' Δωρ. βωκ-, μέλ. <i>-ήσω</i>, Ιων. παρατ. <i>βουκολέεσκον</i> ([[βουκόλος]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[βόσκω]], [[προσέχω]], [[φυλάω]], [[επιμελούμαι]] βόδια, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., λέγεται για βόδια, [[διατρέχω]] τα λιβάδια, βόσκομαι, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται και για πρόσωπα, [[υπηρετώ]], [[λατρεύω]], σε Αριστοφ. — Μέσ., <i>τόνδε βουκολούμενος πόνον</i>, βρίσκομαι [[συνεχώς]] απασχολημένος μ' αυτόν το μόχθο, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[παραπλανώ]], [[εξαπατώ]], [[ξεγελώ]], στον ίδ.· Μέσ., <i>ἐλπίσι βουκολοῦμαι</i>, τρέφομαι με αυταπάτες, βαυκαλίζομαι, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''βουκολέω:''' <b class="num">1)</b> пасти ([[βοῦς]] Hom.); med. пастись (ἵπποι βουκολέοντο Hom.);<br /><b class="num">2)</b> досл. питать, кормить, перен. чтить (τινα Arph.);<br /><b class="num">3)</b> тж. med. лелеять (в душе), поддерживать: β. φροντίσιν [[νέον]] [[πάθος]] Aesch. предаваться новой скорби; μὴ πρόκαμνε τόνδε βουκολούμενος πόνον Aesch. не падай духом при мысли об этом подвиге;<br /><b class="num">4)</b> тж. med. обманывать, надувать (τινα Arph., Plut.);<br /><b class="num">5)</b> смягчать, тж. скрывать, таить (τὸ τῆς φύσεως [[ἀπρεπές]] Luc.).
}}
}}