Anonymous

βαλανόω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βᾰλᾰνόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[στερεώνω]] με μια <i>βάλανο</i> (βλ. αυτ.)· <i>βεβαλάνωκε τὴν θύραν</i>, σε Αριστοφ.· στην Παθ., <i>βεβαλανωμένος</i>, <i>-η</i>, <i>-ον</i>, ο κλεισμένος με [[ασφάλεια]], ασφαλισμένος, σφραγισμένος, στον ίδ.
|lsmtext='''βᾰλᾰνόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[στερεώνω]] με μια <i>βάλανο</i> (βλ. αυτ.)· <i>βεβαλάνωκε τὴν θύραν</i>, σε Αριστοφ.· στην Παθ., <i>βεβαλανωμένος</i>, <i>-η</i>, <i>-ον</i>, ο κλεισμένος με [[ασφάλεια]], ασφαλισμένος, σφραγισμένος, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''βᾰλᾰνόω:''' <b class="num">1)</b> запирать на засов (τὴν θύραν Arph.); pf. pass. быть наглухо запертым Arph.;<br /><b class="num">2)</b> pass. страдать запором Arph.
}}
}}