Anonymous

βρέφος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βρέφος:''' -εος, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[μωρό]] ([[έμβρυο]]), που είναι [[ακόμα]] στη [[μήτρα]], Λατ. [[foetus]]· λέγεται για το αγέννητο [[πουλάρι]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> νεογέννητο [[μωρό]], σε Αισχύλ., Ευρ.· λέγεται και για τα ζώα, το [[γέννημα]], το [[νεογνό]] σαρκοβόρου ζώου, σε Ηρόδ.· <i>ἐκ βρέφεος</i>, από τα «[[γεννοφάσκια]]», από τη βρεφική [[ηλικία]], σε Ανθ.
|lsmtext='''βρέφος:''' -εος, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[μωρό]] ([[έμβρυο]]), που είναι [[ακόμα]] στη [[μήτρα]], Λατ. [[foetus]]· λέγεται για το αγέννητο [[πουλάρι]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> νεογέννητο [[μωρό]], σε Αισχύλ., Ευρ.· λέγεται και για τα ζώα, το [[γέννημα]], το [[νεογνό]] σαρκοβόρου ζώου, σε Ηρόδ.· <i>ἐκ βρέφεος</i>, από τα «[[γεννοφάσκια]]», από τη βρεφική [[ηλικία]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''βρέφος:''' εος τό<br /><b class="num">1)</b> утробный плод, зародыш Hom., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> новорожденное дитя, младенец Pind., Aesch., Eur.: ἐκ βρέφεος Anth. и ἀπὸ βρέφους NT с младенчества;<br /><b class="num">3)</b> детеныш (ἡμιόνου Her.);<br /><b class="num">4)</b> ребенок, мальчик Theocr.
}}
}}