3,277,819
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βρᾰχύπορος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που έχει μικρό [[πέρασμα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που έχει στενό, σύντομο [[άνοιγμα]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''βρᾰχύπορος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που έχει μικρό [[πέρασμα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που έχει στενό, σύντομο [[άνοιγμα]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βραχύπορος:''' <b class="num">1)</b> совершающий недальний путь, т. е. недолгий, кратковременный (περιφοραί Plat.);<br /><b class="num">2)</b> узкий, тесный (χαλεπὴ καὶ β. [[εἴσπλους]] Plut.). | |||
}} | }} |