Anonymous

βραχύπορος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βρᾰχύπορος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που έχει μικρό [[πέρασμα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που έχει στενό, σύντομο [[άνοιγμα]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''βρᾰχύπορος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που έχει μικρό [[πέρασμα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που έχει στενό, σύντομο [[άνοιγμα]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''βραχύπορος:''' <b class="num">1)</b> совершающий недальний путь, т. е. недолгий, кратковременный (περιφοραί Plat.);<br /><b class="num">2)</b> узкий, тесный (χαλεπὴ καὶ β. [[εἴσπλους]] Plut.).
}}
}}