Anonymous

βολιστικός: Difference between revisions

From LSJ
1b
(7)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[βολιστικός]], -ή, -όν) [[βολίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[σχετικός]] με τη [[βόλιση]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μπορεί να πιαστεί στο [[δίχτυ]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[βολιστικός]], -ή, -όν) [[βολίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[σχετικός]] με τη [[βόλιση]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μπορεί να πιαστεί στο [[δίχτυ]].
}}
{{elru
|elrutext='''βολιστικός:''' закидной (sc. τῶν δικτύων [[γένος]] Plut.).
}}
}}