Anonymous

βουκολιάζομαι: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βουκολιάζομαι:''' Δωρ. βωκ-, Δωρ. μέλ. <i>βωκολιαζοῦμαι</i>, αποθ. ([[βουκόλος]]), [[ψάλλω]] ή [[συνθέτω]] βουκολικά άσματα, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''βουκολιάζομαι:''' Δωρ. βωκ-, Δωρ. μέλ. <i>βωκολιαζοῦμαι</i>, αποθ. ([[βουκόλος]]), [[ψάλλω]] ή [[συνθέτω]] βουκολικά άσματα, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''βουκολιάζομαι:''' дор. v. l. βωκολιάσδομαι петь или сочинять пастушеские песни Theocr.
}}
}}