3,274,216
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γάμος:''' [ᾰ] , ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[τελετή]] του γάμου, γαμήλιο [[γλέντι]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> η [[κατάσταση]] του γάμου, ο [[έγγαμος]] [[βίος]], στον ίδ. κ.λπ.· <i>τὸν Οἰνέως γάμον</i>, [[ένωση]] μαζί του, σε Σοφ.· [[κυρίως]] στον πληθ., όπως τα Λατ. [[nuptiae]], nuptials, σε Αισχύλ. κ.λπ. | |lsmtext='''γάμος:''' [ᾰ] , ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[τελετή]] του γάμου, γαμήλιο [[γλέντι]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> η [[κατάσταση]] του γάμου, ο [[έγγαμος]] [[βίος]], στον ίδ. κ.λπ.· <i>τὸν Οἰνέως γάμον</i>, [[ένωση]] μαζί του, σε Σοφ.· [[κυρίως]] στον πληθ., όπως τα Λατ. [[nuptiae]], nuptials, σε Αισχύλ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γάμος:''' ὁ тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> брак, бракосочетание, супружество Hom., Hes., Pind., Trag., Plat., Arst., Luc.: ἄγειν τινὰ ἐπὶ γάμῳ Xen. и πρὸς γάμον Plut. взять кого-л. в жены;<br /><b class="num">2)</b> свадьба, брачный пир (γάμον τεύχειν Hom.; γάμους ἑστιᾶν Isae., Arst.; εἰς γάμον τινὸς [[ἐλθεῖν]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> половые сношения, сожительство (Πανὸς γάμοι Eur.; μεθημερινοὶ γάμοι Dem.). | |||
}} | }} |