Anonymous

γάμος: Difference between revisions

From LSJ
655 bytes added ,  31 December 2018
1b
(3)
(1b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γάμος:''' [ᾰ] , ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[τελετή]] του γάμου, γαμήλιο [[γλέντι]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> η [[κατάσταση]] του γάμου, ο [[έγγαμος]] [[βίος]], στον ίδ. κ.λπ.· <i>τὸν Οἰνέως γάμον</i>, [[ένωση]] μαζί του, σε Σοφ.· [[κυρίως]] στον πληθ., όπως τα Λατ. [[nuptiae]], nuptials, σε Αισχύλ. κ.λπ.
|lsmtext='''γάμος:''' [ᾰ] , ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[τελετή]] του γάμου, γαμήλιο [[γλέντι]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> η [[κατάσταση]] του γάμου, ο [[έγγαμος]] [[βίος]], στον ίδ. κ.λπ.· <i>τὸν Οἰνέως γάμον</i>, [[ένωση]] μαζί του, σε Σοφ.· [[κυρίως]] στον πληθ., όπως τα Λατ. [[nuptiae]], nuptials, σε Αισχύλ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''γάμος:''' ὁ тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> брак, бракосочетание, супружество Hom., Hes., Pind., Trag., Plat., Arst., Luc.: ἄγειν τινὰ ἐπὶ γάμῳ Xen. и πρὸς γάμον Plut. взять кого-л. в жены;<br /><b class="num">2)</b> свадьба, брачный пир (γάμον τεύχειν Hom.; γάμους ἑστιᾶν Isae., Arst.; εἰς γάμον τινὸς [[ἐλθεῖν]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> половые сношения, сожительство (Πανὸς γάμοι Eur.; μεθημερινοὶ γάμοι Dem.).
}}
}}