Anonymous

βλασφημέω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βλασφημέω:''' παρακ. <i>βεβλασφήμηκα</i> ([[βλάσφημος]]),<br /><b class="num">1.</b> [[μιλώ]] επιπόλαια με αισχρές ή ανίερες λέξεις, [[μιλώ]] αψήφιστα ή εσφαλμένα για ιερά πράγματα· [[βλασφημέω]] εἰς θεούς, σε Πλάτ.· [[ξεστομίζω]] δυσοίωνες λέξεις, σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> [[μιλώ]] με [[κακεντρέχεια]] ή [[προκατάληψη]] για κάποιον, [[μιλώ]] δυσφημιστικά για κάποιον· [[περί]] τινος, σε Δημ.· <i>εἴς τινα</i>, στον ίδ.· επίσης, [[βλασφημέω]] τινά, σε Βάβρ., Κ.Δ. — Παθ., κακολογούμαι, κατηγορούμαι, στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[μιλώ]] ανευλαβώς ή ασεβώς για το Θεό, είμαι [[βλάσφημος]], στο ίδ.
|lsmtext='''βλασφημέω:''' παρακ. <i>βεβλασφήμηκα</i> ([[βλάσφημος]]),<br /><b class="num">1.</b> [[μιλώ]] επιπόλαια με αισχρές ή ανίερες λέξεις, [[μιλώ]] αψήφιστα ή εσφαλμένα για ιερά πράγματα· [[βλασφημέω]] εἰς θεούς, σε Πλάτ.· [[ξεστομίζω]] δυσοίωνες λέξεις, σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> [[μιλώ]] με [[κακεντρέχεια]] ή [[προκατάληψη]] για κάποιον, [[μιλώ]] δυσφημιστικά για κάποιον· [[περί]] τινος, σε Δημ.· <i>εἴς τινα</i>, στον ίδ.· επίσης, [[βλασφημέω]] τινά, σε Βάβρ., Κ.Δ. — Παθ., κακολογούμαι, κατηγορούμαι, στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[μιλώ]] ανευλαβώς ή ασεβώς για το Θεό, είμαι [[βλάσφημος]], στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''βλασφημέω:''' <b class="num">1)</b> хулить, злословить (περί τινος Isocr., Dem., [[κατά]] τινος Isocr., Arst., Plut., εἰς θεούς Plat., τι εἴς τινα Dem. и τινα Babr., NT);<br /><b class="num">2)</b> воссылать неразумные молитвы (βλασφημούντων ἀκούοντες οἱ θεοὶ οὐκ ἀποδέχονται τὰς θυσίας Plat.);<br /><b class="num">3)</b> кощунствовать NT.
}}
}}