Anonymous

γανόω: Difference between revisions

From LSJ
769 bytes added ,  31 December 2018
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γᾰνόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, κάνω [[κάτι]] λαμπρό, [[γυαλίζω]] — Παθ., είμαι [[γεμάτος]] από [[ευτυχία]], [[αγάλλομαι]], σε Αριστοφ.· μτχ. Παθ. παρακ. <i>γεγανωμένος</i>, όπως το Λατ. [[nitidus]], [[εύχαρις]], [[εύθυμος]], [[κεφάτος]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''γᾰνόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, κάνω [[κάτι]] λαμπρό, [[γυαλίζω]] — Παθ., είμαι [[γεμάτος]] από [[ευτυχία]], [[αγάλλομαι]], σε Αριστοφ.· μτχ. Παθ. παρακ. <i>γεγανωμένος</i>, όπως το Λατ. [[nitidus]], [[εύχαρις]], [[εύθυμος]], [[κεφάτος]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''γᾰνόω:''' <b class="num">1)</b> делать блестящим, полировать, обрабатывать (τὰ περικοπέντα τῶν ἀγαλμάτων Plut.): [[λόγος]] γεγανωμένος Plut. тщательно отделанная речь;<br /><b class="num">2)</b> разукрашивать, наряжать (ἀνθηροῖς χρώμασί τι Plut.): γεγανωμένος καὶ [[ἀνθηρός]] Plut. нарядный и изящный;<br /><b class="num">3)</b> веселить, радовать Anacr.: ταῦθ᾽ ὡς ἐγανώθην! Arph. как я был обрадован этим!; γεγανωμένος ὑπὸ τῆς ᾠδῆς Plat. наслаждаясь пением.
}}
}}