Anonymous

γαμικός: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γαμικός:''' -ή, -όν ([[γάμος]]), αυτός που ανήκει ή προορίζεται για γάμο, σε Πλάτ.· <i>τὰ γαμικά</i>, η [[τελετή]] του γάμου, σε Θουκ.
|lsmtext='''γαμικός:''' -ή, -όν ([[γάμος]]), αυτός που ανήκει ή προορίζεται για γάμο, σε Πλάτ.· <i>τὰ γαμικά</i>, η [[τελετή]] του γάμου, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''γᾰμικός:''' <b class="num">1)</b> брачный, свадебный ([[ὁμιλία]] Arst.; δεῖπνα Plut.);<br /><b class="num">2)</b> касающийся брака (νόμοι Plat.).
}}
}}