Anonymous

γαμετή: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γᾰμετή:''' ἡ, θηλ. του επόμ., παντρεμένη [[γυναίκα]], [[σύζυγος]]· γυνὴ [[γαμετή]], έγγαμη [[γυναίκα]], νόμιμη [[σύζυγος]], σε Ησίοδ.
|lsmtext='''γᾰμετή:''' ἡ, θηλ. του επόμ., παντρεμένη [[γυναίκα]], [[σύζυγος]]· γυνὴ [[γαμετή]], έγγαμη [[γυναίκα]], νόμιμη [[σύζυγος]], σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''γᾰμετή:''' (тж. γυνὴ γ.) жена, супруга Hes., Aesch., Lys., Xen., Plat., Arst., Polyb., Diod.
}}
}}