Anonymous

γεννητικός: Difference between revisions

From LSJ
1b
(8)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM) [[γεννητικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να γεννήσει ή να παραγάγει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (ειδικά για την [[αναπαραγωγή]] του είδους) αυτός που έχει τη [[δυνατότητα]] αναπαραγωγής («γεννητικά όργανα, μόρια», ἄρχεται δὲ φέρειν τὸ [[σπέρμα]] περὶ τὰ δὶς ἑπτὰ ἔτη, γεννητικὸς δὲ περὶ τὰ τρὶς [[ἑπτά]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα γεννητικά</i><br />όσα σχετίζονται με τη [[γενιά]], την [[οικογένεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γεννητός]] ή απευθείας από το ρ. [[γεννώ]]].
|mltxt=-ή, -ό (AM) [[γεννητικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να γεννήσει ή να παραγάγει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (ειδικά για την [[αναπαραγωγή]] του είδους) αυτός που έχει τη [[δυνατότητα]] αναπαραγωγής («γεννητικά όργανα, μόρια», ἄρχεται δὲ φέρειν τὸ [[σπέρμα]] περὶ τὰ δὶς ἑπτὰ ἔτη, γεννητικὸς δὲ περὶ τὰ τρὶς [[ἑπτά]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα γεννητικά</i><br />όσα σχετίζονται με τη [[γενιά]], την [[οικογένεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γεννητός]] ή απευθείας από το ρ. [[γεννώ]]].
}}
{{elru
|elrutext='''γεννητικός:''' <b class="num">1)</b> производящий, рождающий, плодовитый (τὰ τέλεια ζῷα, [[δύναμις]] τῆς ψυχῆς Arst.);<br /><b class="num">2)</b> детородный ([[μόριον]] Arst., Diod. и μόρια Plut.).
}}
}}