Anonymous

γαλαθηνός: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γᾰλᾰθηνός:''' -ή, -όν ([[γάλα]], θάω), αυτός που θηλάζει, [[νεαρός]], [[τρυφερός]], σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.· <i>γαλαθηνά</i> (ενν. <i>πρόβατα</i>), σε Ηρόδ.
|lsmtext='''γᾰλᾰθηνός:''' -ή, -όν ([[γάλα]], θάω), αυτός που θηλάζει, [[νεαρός]], [[τρυφερός]], σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.· <i>γαλαθηνά</i> (ενν. <i>πρόβατα</i>), σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''γᾰλᾰθηνός:''' питающийся (еще) молоком, грудной; находящийся в младенческом возрасте (νεβροὶ νεηγενέες Hom.; πρόβατα Her.; ὕες Arst.; [[ἄρνες]] Theocr.).
}}
}}