Anonymous

βύκτης: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βύκτης:''' -ου, ὁ ([[βύω]]), [[ηχηρός]], [[παταγώδης]], φουσκωμένος· <i>βυκτάων ἀνέμων</i> (Επικ. γεν.), σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''βύκτης:''' -ου, ὁ ([[βύω]]), [[ηχηρός]], [[παταγώδης]], φουσκωμένος· <i>βυκτάων ἀνέμων</i> (Επικ. γεν.), σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''βύκτης:''' ου adj. m воющий, завывающий (ἄνεμοι Hom.).
}}
}}