Anonymous

γενειήτης: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γενειήτης:''' -ου, ὁ, Ιων. αντί [[γενειάτης]].
|lsmtext='''γενειήτης:''' -ου, ὁ, Ιων. αντί [[γενειάτης]].
}}
{{elru
|elrutext='''γενειήτης:''' дор. [[γενειήτας|γενειήτᾱς]], ου adj. m бородатый (Διὸς [[υἱός]] Theocr.; φιλοσοφίας υἱὸς λεγόμενος Luc.; [[τράγος]] Anth.).
}}
}}