3,273,038
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γνωσῐμᾰχέω:''' ([[μάχομαι]]), Ιων. [[ρήμα]], [[μάχομαι]] με την [[ίδια]] μου τη [[γνώμη]], δηλ. [[αλλάζω]] τη [[γνώμη]] μου, [[αναγνωρίζω]] την [[ανωτερότητα]] του αντιπάλου (σε [[σύγκριση]] με τις γνώμες μας)· παραδίδομαι, υποτάσσομαι, [[υποχωρώ]], σε Ηρόδ., Ευρ., Αριστοφ.· [[γνωσιμαχέω]] μὴεἶναι ὁμοῖοι, [[υποχωρώ]] και [[ομολογώ]], [[παραδέχομαι]] πως αυτοί δεν είναι ισάξιοι, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''γνωσῐμᾰχέω:''' ([[μάχομαι]]), Ιων. [[ρήμα]], [[μάχομαι]] με την [[ίδια]] μου τη [[γνώμη]], δηλ. [[αλλάζω]] τη [[γνώμη]] μου, [[αναγνωρίζω]] την [[ανωτερότητα]] του αντιπάλου (σε [[σύγκριση]] με τις γνώμες μας)· παραδίδομαι, υποτάσσομαι, [[υποχωρώ]], σε Ηρόδ., Ευρ., Αριστοφ.· [[γνωσιμαχέω]] μὴεἶναι ὁμοῖοι, [[υποχωρώ]] και [[ομολογώ]], [[παραδέχομαι]] πως αυτοί δεν είναι ισάξιοι, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γνωσῐμᾰχέω:''' отказываться от прежнего мнения, передумывать (εἰ ἐγνωσιμάχεε καὶ ἀπῆγε [[ὀπίσω]] τὸν στρατόν Her.): χρῆ γ. τι Eur. приходится сознаться в чем-л.; γνωσιμαχέετε μὴ εἶναι ὁμοῖοι [[ἡμῖν]] Her. теперь-то вы удостоверились, что не можете равняться с нами; κἂν μὴ γνωσιμαχήση Arph. если же он станет упорствовать. | |||
}} | }} |