Anonymous

γνωσιμαχέω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γνωσῐμᾰχέω:''' ([[μάχομαι]]), Ιων. [[ρήμα]], [[μάχομαι]] με την [[ίδια]] μου τη [[γνώμη]], δηλ. [[αλλάζω]] τη [[γνώμη]] μου, [[αναγνωρίζω]] την [[ανωτερότητα]] του αντιπάλου (σε [[σύγκριση]] με τις γνώμες μας)· παραδίδομαι, υποτάσσομαι, [[υποχωρώ]], σε Ηρόδ., Ευρ., Αριστοφ.· [[γνωσιμαχέω]] μὴεἶναι ὁμοῖοι, [[υποχωρώ]] και [[ομολογώ]], [[παραδέχομαι]] πως αυτοί δεν είναι ισάξιοι, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''γνωσῐμᾰχέω:''' ([[μάχομαι]]), Ιων. [[ρήμα]], [[μάχομαι]] με την [[ίδια]] μου τη [[γνώμη]], δηλ. [[αλλάζω]] τη [[γνώμη]] μου, [[αναγνωρίζω]] την [[ανωτερότητα]] του αντιπάλου (σε [[σύγκριση]] με τις γνώμες μας)· παραδίδομαι, υποτάσσομαι, [[υποχωρώ]], σε Ηρόδ., Ευρ., Αριστοφ.· [[γνωσιμαχέω]] μὴεἶναι ὁμοῖοι, [[υποχωρώ]] και [[ομολογώ]], [[παραδέχομαι]] πως αυτοί δεν είναι ισάξιοι, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''γνωσῐμᾰχέω:''' отказываться от прежнего мнения, передумывать (εἰ ἐγνωσιμάχεε καὶ ἀπῆγε [[ὀπίσω]] τὸν στρατόν Her.): χρῆ γ. τι Eur. приходится сознаться в чем-л.; γνωσιμαχέετε μὴ εἶναι ὁμοῖοι [[ἡμῖν]] Her. теперь-то вы удостоверились, что не можете равняться с нами; κἂν μὴ γνωσιμαχήση Arph. если же он станет упорствовать.
}}
}}