Anonymous

γυιόω: Difference between revisions

From LSJ
172 bytes added ,  31 December 2018
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γυιόω:''' ([[γυιός]]), μέλ. <i>-ώσω</i>, [[καθιστώ]] κάποιον χωλό, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>γυιωθείς</i>, αυτός που έγινε [[κουτσός]], [[χωλός]], σε Ησίοδ.
|lsmtext='''γυιόω:''' ([[γυιός]]), μέλ. <i>-ώσω</i>, [[καθιστώ]] κάποιον χωλό, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>γυιωθείς</i>, αυτός που έγινε [[κουτσός]], [[χωλός]], σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''γυιόω:''' увечить, калечить (ἵππους Hom.): γυιωθείς Hes. тяжко пораженный, изувеченный.
}}
}}