Anonymous

βούτης: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βούτης:''' -ου, Δωρ. [[βούτας]] ή [[βώτας]], -α, <i>ὁ</i> ([[βοῦς]]),<br /><b class="num">I.</b> [[βοσκός]], [[αγελαδάρης]], σε Αισχύλ., Ευρ., Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[βούτης]] [[φόνος]], η [[σφαγή]] των βοδιών, των αγελάδων, σε Ευρ.
|lsmtext='''βούτης:''' -ου, Δωρ. [[βούτας]] ή [[βώτας]], -α, <i>ὁ</i> ([[βοῦς]]),<br /><b class="num">I.</b> [[βοσκός]], [[αγελαδάρης]], σε Αισχύλ., Ευρ., Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[βούτης]] [[φόνος]], η [[σφαγή]] των βοδιών, των αγελάδων, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''βούτης:''' ου adj. m бычачий: β. [[φόνος]] Eur. = [[ἑκατόμβη]].<br />ου, дор. [[βούτας|βούτᾱς]], v. l. βώτᾱς, α ὁ волопас, пастух Aesch., Eur., Theocr.
}}
}}