3,277,719
edits
(8) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM διαμονικός, -ή, -όν) [[δαίμων]]<br /><b>1.</b> (για [[πρόσωπο]]) αυτός που κατέχεται από δαίμονα<br /><b>2.</b> (για καταστάσεις) αυτός που προκαλείται από δαίμονα<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που ταιριάζει σε δαίμονα<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> πονηρό [[πνεύμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σατανικός]]. | |mltxt=-ή, -ό (AM διαμονικός, -ή, -όν) [[δαίμων]]<br /><b>1.</b> (για [[πρόσωπο]]) αυτός που κατέχεται από δαίμονα<br /><b>2.</b> (για καταστάσεις) αυτός που προκαλείται από δαίμονα<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που ταιριάζει σε δαίμονα<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> πονηρό [[πνεύμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σατανικός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δαιμονικός:''' <b class="num">1)</b> сверхъестественный или божественный ([[δύναμις]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> исходящий от злого божества (οὐ [[θεῖος]], ἀλλὰ δ. Plut.);<br /><b class="num">3)</b> одержимый нечистой силой ([[ὄνος]] [[καθαρός]], ἀλλὰ δ᾽ Plut.). | |||
}} | }} |