Anonymous

δατέομαι: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δᾰτέομαι:''' μέλ. [[δάσομαι]], αόρ. αʹ [[ἐδασάμην]], (πρβλ. [[πατέομαι]], [[ἐπασάμην]])· Ιων. γʹ ενικ. [[δασάσκετο]], Επικ. γʹ πληθ. [[δάσσαντο]], μτχ. [[δασσάμενος]], παρακ. [[δέδασμαι]], με Παθ. [[σημασία]] ([[δαίω]] Β)· —<br /><b class="num">1.</b> διαμοιράζουν [[αναμεταξύ]] τους, τὰ μὲν εὖ [[δάσσαντο]] [[μετὰ]] [[σφίσιν]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἄνδιχα]] πάντα [[δάσασθαι]], σε Όμηρ.· [[μένος]] [[Ἄρηος]] δατέονται, μοιράζονται, διαπνέονται, δηλ. διακατέχονται ισάξια και όμοια από το [[πνεύμα]] του Άρη, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για πρόσωπα που παρακάθηνται σε [[συμπόσιο]], [[κρέα]] [[δατεῦντο]], σε Ομήρ. Οδ.· διδόναι τινὰ κυσὶ [[δάσασθαι]], να τον ξεσχίσουν σε κομμάτια, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> (<i>ἡμίονοι</i>) χθόνα ποσσὶ [[δατεῦντο]], μετρούσαν το [[έδαφος]] με τα πόδια τους, Λατ. carpebant viam pedibus, στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[κόβω]] στα [[δύο]], στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[απλώς]], [[διαχωρίζω]], [[διαιρώ]] ή [[διαμοιράζω]] σε άλλους, σε Ηρόδ.· παρακ. με Παθ. [[σημασία]], είμαι διαχωρισμένος, διαιρούμαι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Ευρ.
|lsmtext='''δᾰτέομαι:''' μέλ. [[δάσομαι]], αόρ. αʹ [[ἐδασάμην]], (πρβλ. [[πατέομαι]], [[ἐπασάμην]])· Ιων. γʹ ενικ. [[δασάσκετο]], Επικ. γʹ πληθ. [[δάσσαντο]], μτχ. [[δασσάμενος]], παρακ. [[δέδασμαι]], με Παθ. [[σημασία]] ([[δαίω]] Β)· —<br /><b class="num">1.</b> διαμοιράζουν [[αναμεταξύ]] τους, τὰ μὲν εὖ [[δάσσαντο]] [[μετὰ]] [[σφίσιν]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἄνδιχα]] πάντα [[δάσασθαι]], σε Όμηρ.· [[μένος]] [[Ἄρηος]] δατέονται, μοιράζονται, διαπνέονται, δηλ. διακατέχονται ισάξια και όμοια από το [[πνεύμα]] του Άρη, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για πρόσωπα που παρακάθηνται σε [[συμπόσιο]], [[κρέα]] [[δατεῦντο]], σε Ομήρ. Οδ.· διδόναι τινὰ κυσὶ [[δάσασθαι]], να τον ξεσχίσουν σε κομμάτια, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> (<i>ἡμίονοι</i>) χθόνα ποσσὶ [[δατεῦντο]], μετρούσαν το [[έδαφος]] με τα πόδια τους, Λατ. carpebant viam pedibus, στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[κόβω]] στα [[δύο]], στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[απλώς]], [[διαχωρίζω]], [[διαιρώ]] ή [[διαμοιράζω]] σε άλλους, σε Ηρόδ.· παρακ. με Παθ. [[σημασία]], είμαι διαχωρισμένος, διαιρούμαι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δᾰτέομαι:''' (только praes. и impf., другие формы от [[δαίω]]: fut. [[δάσομαι]], aor. [[ἐδασάμην]])<br /><b class="num">1)</b> делить между собой, разделять (ληΐδα Hom.; χθόνα Pind.): [[μένος]] [[Ἄρηος]] δ. Hom. сражаться с одинаковой ожесточенностью (с обеих сторон);<br /><b class="num">2)</b> разрывать, растерзывать (δώσειν τινα [[δάσασθαι]] κυσίν Hom. или [[θηρσί]] Eur.): χθόνα ποσσὶ δ. Hom. взрывать копытами землю, т. е. мчаться во весь опор;<br /><b class="num">3)</b> уделять, отдавать (τῶν [[θεῶν]] τῷ ταχίστῳ τὸν τάχιστον, sc. ἵππον Her.).
}}
}}