3,258,159
edits
(8) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[γεροντικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει, ταιριάζει ή αναφέρεται σε γέροντες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το γεροντικό</i><br /><b>1.</b> η [[αίθουσα]] συνεδριάσεων της μονής<br /><b>2.</b> (επί τουρκοκρατίας) η [[αίθουσα]] συνεδριάσεων τών γερόντων, το αρχοντικό<br /><b>μσν.</b><br />[[βιβλίο]] που περιέχει ρητά και διηγήσεις [[περί]] μοναχών και ασκητών του παρελθόντος<br /><b>αρχ.</b><br />το [[οίκημα]] της γερουσίας. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[γεροντικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει, ταιριάζει ή αναφέρεται σε γέροντες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το γεροντικό</i><br /><b>1.</b> η [[αίθουσα]] συνεδριάσεων της μονής<br /><b>2.</b> (επί τουρκοκρατίας) η [[αίθουσα]] συνεδριάσεων τών γερόντων, το αρχοντικό<br /><b>μσν.</b><br />[[βιβλίο]] που περιέχει ρητά και διηγήσεις [[περί]] μοναχών και ασκητών του παρελθόντος<br /><b>αρχ.</b><br />το [[οίκημα]] της γερουσίας. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γεροντικός:''' старческий, стариковский Plat., Plut. | |||
}} | }} |