Anonymous

γεροντικός: Difference between revisions

From LSJ
1b
(8)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[γεροντικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει, ταιριάζει ή αναφέρεται σε γέροντες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το γεροντικό</i><br /><b>1.</b> η [[αίθουσα]] συνεδριάσεων της μονής<br /><b>2.</b> (επί τουρκοκρατίας) η [[αίθουσα]] συνεδριάσεων τών γερόντων, το αρχοντικό<br /><b>μσν.</b><br />[[βιβλίο]] που περιέχει ρητά και διηγήσεις [[περί]] μοναχών και ασκητών του παρελθόντος<br /><b>αρχ.</b><br />το [[οίκημα]] της γερουσίας.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[γεροντικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει, ταιριάζει ή αναφέρεται σε γέροντες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το γεροντικό</i><br /><b>1.</b> η [[αίθουσα]] συνεδριάσεων της μονής<br /><b>2.</b> (επί τουρκοκρατίας) η [[αίθουσα]] συνεδριάσεων τών γερόντων, το αρχοντικό<br /><b>μσν.</b><br />[[βιβλίο]] που περιέχει ρητά και διηγήσεις [[περί]] μοναχών και ασκητών του παρελθόντος<br /><b>αρχ.</b><br />το [[οίκημα]] της γερουσίας.
}}
{{elru
|elrutext='''γεροντικός:''' старческий, стариковский Plat., Plut.
}}
}}