3,274,216
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δεξιά:''' Ιων. -ιή (θηλ. του [[δεξιός]]), <i>ἡ</i>,<br /><b class="num">1.</b> δεξί [[χέρι]], αντίθ. προς το [[ἀριστερά]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐκ δεξιᾶς</i>, στο δεξί [[μέρος]], σε Αριστοφ.· ἐν δεξιᾷ ἔχειν τὰ [[οὔρεα]], έχει τα βουνά στα [[δεξιά]] του [[καθώς]] πηγαίνει, σε Ηρόδ.· ἐν δ. [[λαβεῖν]] τὴν Σικελίαν, στον ίδ.· ομοίως, <i>ἐν δ. ἐσπλέοντι</i>, στα [[δεξιά]] [[σου]] [[καθώς]] μπαίνεις, στον ίδ.· χρησιμ. στο [[καλωσόρισμα]], στην [[υποδοχή]], <i>δεξιὰν διδόναι</i>, [[χαιρετώ]] κάποιον τείνοντας, προσφέροντας το δεξί [[χέρι]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> το δεξί [[χέρι]] που δίνεται ως [[ένδειξη]] επικύρωσης ή σύναψης συνθήκης, δεξιαὶ ᾗς [[ἐπέπιθμεν]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>δεξιὰς δόντες καὶ λαβόντες</i>, έχοντας ανταλλάξει αμοιβαίες διαβεβαιώσεις, έχοντας συνάψει [[ανακωχή]], [[συνθήκη]], σε Ξεν.· <i>δεξιὰς παρὰ βασιλέως φέρειν μή..</i>., φέρνει διαβεβαιώσεις ότι αυτός δεν θα..., στον ίδ. Παρόλο που το [[δεξιά]] είναι [[φανερά]] το θηλ. του [[δεξιός]], χρησιμ. [[πάντοτε]] ως ουσ. [[χωρίς]] το [[χείρ]]· [[αλλά]], δ. [[χείρ]], συναντάται σε Σοφ., Ευρ., Αριστοφ. | |lsmtext='''δεξιά:''' Ιων. -ιή (θηλ. του [[δεξιός]]), <i>ἡ</i>,<br /><b class="num">1.</b> δεξί [[χέρι]], αντίθ. προς το [[ἀριστερά]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐκ δεξιᾶς</i>, στο δεξί [[μέρος]], σε Αριστοφ.· ἐν δεξιᾷ ἔχειν τὰ [[οὔρεα]], έχει τα βουνά στα [[δεξιά]] του [[καθώς]] πηγαίνει, σε Ηρόδ.· ἐν δ. [[λαβεῖν]] τὴν Σικελίαν, στον ίδ.· ομοίως, <i>ἐν δ. ἐσπλέοντι</i>, στα [[δεξιά]] [[σου]] [[καθώς]] μπαίνεις, στον ίδ.· χρησιμ. στο [[καλωσόρισμα]], στην [[υποδοχή]], <i>δεξιὰν διδόναι</i>, [[χαιρετώ]] κάποιον τείνοντας, προσφέροντας το δεξί [[χέρι]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> το δεξί [[χέρι]] που δίνεται ως [[ένδειξη]] επικύρωσης ή σύναψης συνθήκης, δεξιαὶ ᾗς [[ἐπέπιθμεν]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>δεξιὰς δόντες καὶ λαβόντες</i>, έχοντας ανταλλάξει αμοιβαίες διαβεβαιώσεις, έχοντας συνάψει [[ανακωχή]], [[συνθήκη]], σε Ξεν.· <i>δεξιὰς παρὰ βασιλέως φέρειν μή..</i>., φέρνει διαβεβαιώσεις ότι αυτός δεν θα..., στον ίδ. Παρόλο που το [[δεξιά]] είναι [[φανερά]] το θηλ. του [[δεξιός]], χρησιμ. [[πάντοτε]] ως ουσ. [[χωρίς]] το [[χείρ]]· [[αλλά]], δ. [[χείρ]], συναντάται σε Σοφ., Ευρ., Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δεξιά:''' ион. [[δεξιή]] ἡ (sc. [[χείρ]])<br /><b class="num">1)</b> правая рука, десница (δεξιάν τινι [[διδόναι]] Arph., Diod., ἀνατείνειν Xen., προτείνειν Plut. или ἐμβάλλειν Emped. ap. Plut., Aeschin.; δεξιῇ ἀσπάζεσθαι Hom.): ἐκ δεξιᾶς Arph., Plat. и ἐν δεξιᾷ Her., Thuc., Plat. с правой стороны, по правую сторону, справа; ἀπὸ τῶν δεξιῶν Arst. с (от) правой стороны; τὴν εἰς δεξιάν Plat. в правую сторону, направо; δεξιὰν [[λαβεῖν]] καὶ [[δοῦναι]] Xen. обменяться рукопожатиями, т. е. дать друг другу слово, взаимно обязаться;<br /><b class="num">2)</b> pl. взаимные рукопожатия, т. е. обязательства (σπονδαὶ καὶ δεξιαί Hom.): δεξιὰς φέρειν или πέμπειν Xen. давать обязательства или гарантии. | |||
}} | }} |