Anonymous

δεινός: Difference between revisions

From LSJ
2,522 bytes added ,  31 December 2018
1b
(3)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δεινός:''' -ή, -όν (από το [[δέος]], [[κυρίως]] <i>δεεινός</i>, πρβλ. [[ἐλεεινός]], [[ἐλεινός]], από το [[ἔλεος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[τρομερός]], [[φοβερός]], [[φρικτός]], [[σκληρός]], [[άγριος]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>δεινὸν ἀϋτεῖν</i>, <i>βροντᾶν</i>, [[φωνάζω]], [[αστράφτω]] με [[δύναμη]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>δεινὸν δέρκεσθαι</i>, <i>παπταίνειν</i>, [[ἰδεῖν]], [[κοιτάζω]] με φοβερό [[βλέμμα]], σε Όμηρ.· [[αλλά]] δεινὸς [[ἰδέσθαι]], [[φοβερός]] στην όψη, σε Ομήρ. Οδ.· <i>δεινὸς μὲν ὁρᾶν</i>, <i>δεινὸς δὲ κλύειν</i>, σε Σοφ.· <i>τὸ δεινόν</i>, [[κίνδυνος]], [[δυστυχία]], [[συμφορά]], [[πάθημα]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως, <i>τὰ [[δεινά]]</i>, σε Σοφ. κ.λπ.· <i>οὐδὲν δεινοί</i>, <i>μὴ ἀποστέωσιν</i>, [[κανένας]] [[φόβος]] αποστασίας τους, σε Ηρόδ.· <i>δεινὸν ποιεῖσθαι</i>, «[[παίρνω]]» [[κάτι]] [[βαριά]], το [[φέρω]] [[βαρέως]], [[αγανακτώ]], [[θεωρώ]] [[κακό]], [[παραπονιέμαι]] για ένα [[πράγμα]], Λατ. [[aegre]] ferre, στον ίδ. κ.λπ.· δεινὰ [[παθεῖν]], [[υπόκειμαι]] σε τρομερή, παράνομη, αυθαίρετη [[μεταχείριση]], σε Αττ.· ομοίως στο επίρρ., [[δεινῶς]] φέρειν, σε Ηρόδ.· <i>δ. ἔχειν</i>, βρίσκομαι σε δυσκολίες, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> με την [[έννοια]] της ισχύος και της δύναμης, [[δυνατός]], [[ικανός]], [[ισχυρός]]· δεινὸν [[σάκος]], [[μεγάλη]] και δυνατή [[ασπίδα]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[απλώς]], [[θαυμάσιος]], [[θαυμαστός]], [[παράδοξος]]· τὸ συγγενές [[τοι]] δεινόν, η [[συγγένεια]] έχει παράξενη [[δύναμη]], σε Αισχύλ.· δ. [[ἵμερος]], [[ἔρως]], [[δέος]], σε Ηρόδ.· <i>δεινὸν ἂν εἴη</i>, <i>εἰ..</i>., θα ήταν [[παράδοξο]] να..., σε Ευρ.· επίρρ. <i>-νῶς</i>, θαυμάσια, υπερβολικά· δ. [[μέλας]], [[ἄνυδρος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> η [[σημασία]] του [[δυνατός]], [[θαυμάσιος]], μετετράπη σε [[εκείνη]] του [[ικανός]], [[έξυπνος]], [[επιδέξιος]], στον ίδ., σε Αττ.· [[ιδίως]], λέγεται για την πρακτική [[επιδεξιότητα]], αντίθ. προς το [[σοφός]], σε Πλάτ.· με απαρ., δεινὸς [[εὑρεῖν]], [[ευφυής]], [[έξυπνος]] ως προς τις εφευρέσεις, [[επινοητικός]], ευρηματικός, σε Αισχύλ.· <i>δεινὸς λέγειν</i>, σε Σοφ.· δεινὸς πράγμασι [[χρῆσθαι]], σε Δημ.· επίσης με αιτ., <i>δεινὸς τὴν τέχνην</i>, σε Πλάτ.· δ. [[περί]] τι ή <i>τινος</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''δεινός:''' -ή, -όν (από το [[δέος]], [[κυρίως]] <i>δεεινός</i>, πρβλ. [[ἐλεεινός]], [[ἐλεινός]], από το [[ἔλεος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[τρομερός]], [[φοβερός]], [[φρικτός]], [[σκληρός]], [[άγριος]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>δεινὸν ἀϋτεῖν</i>, <i>βροντᾶν</i>, [[φωνάζω]], [[αστράφτω]] με [[δύναμη]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>δεινὸν δέρκεσθαι</i>, <i>παπταίνειν</i>, [[ἰδεῖν]], [[κοιτάζω]] με φοβερό [[βλέμμα]], σε Όμηρ.· [[αλλά]] δεινὸς [[ἰδέσθαι]], [[φοβερός]] στην όψη, σε Ομήρ. Οδ.· <i>δεινὸς μὲν ὁρᾶν</i>, <i>δεινὸς δὲ κλύειν</i>, σε Σοφ.· <i>τὸ δεινόν</i>, [[κίνδυνος]], [[δυστυχία]], [[συμφορά]], [[πάθημα]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως, <i>τὰ [[δεινά]]</i>, σε Σοφ. κ.λπ.· <i>οὐδὲν δεινοί</i>, <i>μὴ ἀποστέωσιν</i>, [[κανένας]] [[φόβος]] αποστασίας τους, σε Ηρόδ.· <i>δεινὸν ποιεῖσθαι</i>, «[[παίρνω]]» [[κάτι]] [[βαριά]], το [[φέρω]] [[βαρέως]], [[αγανακτώ]], [[θεωρώ]] [[κακό]], [[παραπονιέμαι]] για ένα [[πράγμα]], Λατ. [[aegre]] ferre, στον ίδ. κ.λπ.· δεινὰ [[παθεῖν]], [[υπόκειμαι]] σε τρομερή, παράνομη, αυθαίρετη [[μεταχείριση]], σε Αττ.· ομοίως στο επίρρ., [[δεινῶς]] φέρειν, σε Ηρόδ.· <i>δ. ἔχειν</i>, βρίσκομαι σε δυσκολίες, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> με την [[έννοια]] της ισχύος και της δύναμης, [[δυνατός]], [[ικανός]], [[ισχυρός]]· δεινὸν [[σάκος]], [[μεγάλη]] και δυνατή [[ασπίδα]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[απλώς]], [[θαυμάσιος]], [[θαυμαστός]], [[παράδοξος]]· τὸ συγγενές [[τοι]] δεινόν, η [[συγγένεια]] έχει παράξενη [[δύναμη]], σε Αισχύλ.· δ. [[ἵμερος]], [[ἔρως]], [[δέος]], σε Ηρόδ.· <i>δεινὸν ἂν εἴη</i>, <i>εἰ..</i>., θα ήταν [[παράδοξο]] να..., σε Ευρ.· επίρρ. <i>-νῶς</i>, θαυμάσια, υπερβολικά· δ. [[μέλας]], [[ἄνυδρος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> η [[σημασία]] του [[δυνατός]], [[θαυμάσιος]], μετετράπη σε [[εκείνη]] του [[ικανός]], [[έξυπνος]], [[επιδέξιος]], στον ίδ., σε Αττ.· [[ιδίως]], λέγεται για την πρακτική [[επιδεξιότητα]], αντίθ. προς το [[σοφός]], σε Πλάτ.· με απαρ., δεινὸς [[εὑρεῖν]], [[ευφυής]], [[έξυπνος]] ως προς τις εφευρέσεις, [[επινοητικός]], ευρηματικός, σε Αισχύλ.· <i>δεινὸς λέγειν</i>, σε Σοφ.· δεινὸς πράγμασι [[χρῆσθαι]], σε Δημ.· επίσης με αιτ., <i>δεινὸς τὴν τέχνην</i>, σε Πλάτ.· δ. [[περί]] τι ή <i>τινος</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''δεινός:''' <b class="num">1)</b> внушающий благоговейный трепет или священный ужас ([[θεός]] Hom.): Στυγὸς [[ὕδωρ]] [[ὅστε]] [[ὅρκος]] δεινότατος θεοῖσιν Hom. вода Стикса, клятва которой наиболее священна для богов;<br /><b class="num">2)</b> страшный, ужасный, грозный ([[Χάρυβδις]] [[Σκύλλη]] τε, [[πέλωρα]] [[θεῶν]] Hom.; [[πόλεμος]] Pind., Plat.): δ. [[ἰδέσθαι]] Hom. или ὁρᾶν Soph. страшный на вид; δεινὸν или δεινὰ ποιεῖν или ποιεῖσθαι τι Her., Thuc., Luc. считать ужасным что-л., ужасаться чему-л.; тж. выражать отчаяние, возмущаться или негодовать по поводу чего-л. (ср. 4); [[τοῦτο]] δεινὸν γίνεται μὴ … Her. существует опасность, что …; οὐδὲν δεινὸν [[αὐτῷ]] [[μήποτε]] ἀδικηθῇ Plat. нечего опасаться, чтобы ему могла быть когда-либо нанесена обида; δεινὰ [[παθεῖν]] Her., Thuc., Plat., Arph. подвергнуться суровому наказанию, претерпеть, выстрадать;<br /><b class="num">3)</b> перен. страшный, ужасный, в знач. необычайный, огромный ([[σάκος]] Hom.; [[ἵμερος]] Her.; ἐπιθυμίαι Plat.);<br /><b class="num">4)</b> странный, неслыханный: δεινὸν φωνεῖς Soph. или δεινὸν [[πρᾶγμα]] λέγεις Plat. странную вещь ты говоришь; δεινὰ ποιεῖσθαι Xen. поражаться, изумляться (ср. 2);<br /><b class="num">5)</b> важный, значительный, тж. великий, замечательный; превосходный ([[σοφιστής]] Eur., Plut.; [[ἀκοντιστής]] Plat.; [[ῥήτωρ]] Dem.; [[στρατηγός]] Arst.): δ. τι Arph., Xen., Plat., περί τι Plat., Arst., Plut., περί τινος Plat., εἴς τι Arph., τινι Soph. и ποιεῖν τι Soph., Arph., Arst., Plut. искусный в чем-л.; δεινὸν τὸ τίκτειν ἐστίν Soph., Eur. материнство - великое дело.
}}
}}