Anonymous

διάγνωσις: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διάγνωσις:''' -εως, ἡ ([[διαγιγνώσκω]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[διάκριση]], [[διαφοροποίηση]], σε Ευρ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[ικανότητα]] της διάκρισης, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[σχηματισμός]] γνώμης, [[απόφαση]], [[κρίση]], <i>δ.ποιεῖσθαι</i>, [[παίρνω]] [[απόφαση]] για ένα [[ζήτημα]], σε Θουκ.· δ.[[περί]] τινος, σε Δημ.
|lsmtext='''διάγνωσις:''' -εως, ἡ ([[διαγιγνώσκω]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[διάκριση]], [[διαφοροποίηση]], σε Ευρ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[ικανότητα]] της διάκρισης, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[σχηματισμός]] γνώμης, [[απόφαση]], [[κρίση]], <i>δ.ποιεῖσθαι</i>, [[παίρνω]] [[απόφαση]] για ένα [[ζήτημα]], σε Θουκ.· δ.[[περί]] τινος, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''διάγνωσις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> распознавание, различение (φωνῆς καὶ σιγῆς Arst.; τῶν αἰτίων καὶ μή, γλυκέων ἢ πικρῶν Plut.): διάγνωσιν ποιεῖσθαι Thuc. распознавать, различать;<br /><b class="num">2)</b> способность распознавания (δ. φρενῶν Eur.): τὸ δάκνον τὴν διάγνωσιν [[κρατεῖ]] Eur. душевная боль подавляет здравые суждения;<br /><b class="num">3)</b> средство распознавания, способ различения ([[καλῶν]] ἢ μὴ τοιούτων Dem.);<br /><b class="num">4)</b> определение, установление (διάγνωσίν τινος ποιεῖσθαι Plat.): ταχίστην ἔχειν διάγνωσιν Isocr. быть легко определимым;<br /><b class="num">5)</b> решение, постановление (περί τινος Dem.).
}}
}}