Anonymous

δελεάρπαξ: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δελεάρπαξ:''' ὁ, ἡ, αυτός που αρπάζει το [[δόλωμα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''δελεάρπαξ:''' ὁ, ἡ, αυτός που αρπάζει το [[δόλωμα]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''δελεάρπαξ:''' ᾰγος adj. хватающий приманку ([[πέρκη]] Anth.).
}}
}}