3,277,700
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαβᾰτέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[διαβαίνω]], αυτός που πρέπει να περασθεί ή να γίνει [[διαβατός]], σε Ξεν. | |lsmtext='''διαβᾰτέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[διαβαίνω]], αυτός που πρέπει να περασθεί ή να γίνει [[διαβατός]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαβᾰτέος:''' [adj. verb. к [[διαβαίνω]]<br /><b class="num">1)</b> переходимый, доступный для переправы ([[ποταμός]] Xen.);<br /><b class="num">2)</b> проходимый (τὸ [[νάπος]] Xen.). | |||
}} | }} |