Anonymous

δαρτός: Difference between revisions

From LSJ
1b
(8)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δαρτός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> δαρμένος, ξυλοκοπημένος<br /><b>2.</b> (για τη [[βροχή]]) ραγδαία («πιάνει μια δαρτή [[βροχή]], [[νεροποντή]] σωστή»)<br /><b>3.</b> (για το [[γάλα]], τα αβγά <b>κ.λπ.</b>) όποιος έχει υποστεί έντονη ανατάραξη [[κατά]] την [[επεξεργασία]] του («δαρτό [[γάλα]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «δαρτὸς [[χιτών]]» — [[ένας]] από τους χιτώνες τών όρχεων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο γδαρμένος («ἵππων δαρτὰ πρόσωπα»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>δαρτά</i>, τα<br />ψάρια [[χωρίς]] λέπια, [[αλλά]] με σκληρό [[δέρμα]], ώστε να χρειάζονται [[γδάρσιμο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δέρω]]<br />αντιστοιχεί επακριβώς σε αρχ. ινδ. <i>drta</i>-. Από αυτό προήλθε και η [[γλώσσα]] του Ησυχίου «[[δάρτινον]]<br />[[πέπλον]] λινούν»].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δαρτός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> δαρμένος, ξυλοκοπημένος<br /><b>2.</b> (για τη [[βροχή]]) ραγδαία («πιάνει μια δαρτή [[βροχή]], [[νεροποντή]] σωστή»)<br /><b>3.</b> (για το [[γάλα]], τα αβγά <b>κ.λπ.</b>) όποιος έχει υποστεί έντονη ανατάραξη [[κατά]] την [[επεξεργασία]] του («δαρτό [[γάλα]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «δαρτὸς [[χιτών]]» — [[ένας]] από τους χιτώνες τών όρχεων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο γδαρμένος («ἵππων δαρτὰ πρόσωπα»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>δαρτά</i>, τα<br />ψάρια [[χωρίς]] λέπια, [[αλλά]] με σκληρό [[δέρμα]], ώστε να χρειάζονται [[γδάρσιμο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δέρω]]<br />αντιστοιχεί επακριβώς σε αρχ. ινδ. <i>drta</i>-. Από αυτό προήλθε και η [[γλώσσα]] του Ησυχίου «[[δάρτινον]]<br />[[πέπλον]] λινούν»].
}}
{{elru
|elrutext='''δαρτός:''' [adj. verb. к [[δέρω]] = [[δρατός]].
}}
}}