Anonymous

διαίρεσις: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαίρεσις:''' -εως, ἡ ([[διαιρέω]]), [[μοίρασμα]], [[διανομή]], [[μοιρασιά]], λέγεται για χρήματα, σε Ηρόδ.· λέγεται για [[λάφυρα]], [[λεία]], [[διαμοιρασμός]], σε Ξεν.· <i>ἐν διαιρέσει</i> ([[ψήφων]]), κατά τη [[διαλογή]] των [[ψήφων]] από [[κάθε]] [[παράταξη]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''διαίρεσις:''' -εως, ἡ ([[διαιρέω]]), [[μοίρασμα]], [[διανομή]], [[μοιρασιά]], λέγεται για χρήματα, σε Ηρόδ.· λέγεται για [[λάφυρα]], [[λεία]], [[διαμοιρασμός]], σε Ξεν.· <i>ἐν διαιρέσει</i> ([[ψήφων]]), κατά τη [[διαλογή]] των [[ψήφων]] από [[κάθε]] [[παράταξη]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαίρεσις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> дележ, раздел (χρημάτων Her.; sc. τῆς λείας Xen.; τῆς χώρας Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> мат. деление (ἡ εἰς [[δύο]] δ. Arst.): ἀπείρους διαιρέσεις ἔχειν Arst. быть делимым до бесконечности;<br /><b class="num">3)</b> лог. деление, членение, классификация (τῶν γενῶν κατ᾽ εἴδη Plat.; αἱ κατὰ τὰς διαφορὰς διαιρέσεις Arst.);<br /><b class="num">4)</b> разделенность, расчлененность: δ. τῶν σπονδύλων Arst. разделенность на позвонки;<br /><b class="num">5)</b> раздробление, размельчение (τῆς τροφῆς εἰς μικρά Arst.);<br /><b class="num">6)</b> раздел, категория (ἐν τῇ αὐτῇ διαιρέσει Arst.);<br /><b class="num">7)</b> различение (τῶν ὀνομάτων Plat.; δημοκρατίας καὶ ὀλιγαρχίας Arst.);<br /><b class="num">8)</b> подсчет голосов (μὴ ἀδικεῖν ἐν διαιρέσει Aesch.);<br /><b class="num">9)</b> грам. диэресис (раздельное произношение двух смежных гласных: напр. в αϋνος);<br /><b class="num">10)</b> стих. диэресис (совпадение окончания слова с окончанием стопы).
}}
}}