Anonymous

διαϊστόω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαϊστόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, αόρ. αʹ <i>διηΐστωσα</i>· [[καταστρέφω]] ολοκληρωτικά, [[αφανίζω]], [[θανατώνω]], <i>τινά</i>, σε Σοφ.
|lsmtext='''διαϊστόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, αόρ. αʹ <i>διηΐστωσα</i>· [[καταστρέφω]] ολοκληρωτικά, [[αφανίζω]], [[θανατώνω]], <i>τινά</i>, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαϊστόω:''' уничтожать: αὐτὴν διηΐστωσε Soph. (Деианира) покончила с собой.
}}
}}