Anonymous

διακυβεύω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διακῠβεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[παίζω]] τους κύβους με, [[πρός]] τινα, σε Πλούτ.
|lsmtext='''διακῠβεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[παίζω]] τους κύβους με, [[πρός]] τινα, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''διακῠβεύω:''' играть в кости (πρός τινα Plut.): διακυβεῦσαι περί τινος перен. Plut. поставить что-л. на карту.
}}
}}