Anonymous

διαπεραίνω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαπεραίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, [[καταλήγω]] σε [[συμπέρασμα]], [[συζητώ]] διεξοδικά, [[διέρχομαι]] ενδελεχώς, [[συζητώ]] συνολικά και σφαιρικά, σε Ευρ.· <i>διαπέραινέ μοι</i>, διηγήσου μου τα πάντα, στον ίδ. — Μέσ., <i>διαπεράνασθαι κρίσιν</i>, [[αποφασίζω]] για ένα [[ζήτημα]], το [[φέρνω]] εις [[πέρας]], στον ίδ.
|lsmtext='''διαπεραίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, [[καταλήγω]] σε [[συμπέρασμα]], [[συζητώ]] διεξοδικά, [[διέρχομαι]] ενδελεχώς, [[συζητώ]] συνολικά και σφαιρικά, σε Ευρ.· <i>διαπέραινέ μοι</i>, διηγήσου μου τα πάντα, στον ίδ. — Μέσ., <i>διαπεράνασθαι κρίσιν</i>, [[αποφασίζω]] για ένα [[ζήτημα]], το [[φέρνω]] εις [[πέρας]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαπεραίνω:''' тж. med. доводить до конца, заканчивать, завершать (ὁδόν Plat.): [[φέρε]] δὴ διαπεράνωμεν λόγους Eur. давай окончим этот разговор; τὴν ἀπόκρισιν, ἣν [[ἠρόμην]], διαπέρανον Plat. заканчивай ответ на поставленный мной вопрос; διαπεράνασθαι κρίσιν τινός Eur. услышать (наконец) суждение о чем-л.; τὸν [[ἑαυτοῦ]] δ. κύκλον Arst. совершать оборот вокруг своей оси.
}}
}}