Anonymous

διασκεδάννυμι: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διασκεδάννῡμι:''' μέλ. Αττ. -[[σκεδῶ]], αόρ. αʹ <i>-εσκέδᾰσα</i>, γʹ ενικ. ευκτ. <i>-σκεδασεῖεν</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[διασκορπίζω]] [[μακριά]], στους ανέμους, [[διασπείρω]], [[διαχέω]], Λατ. dissipare, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποδεκατίζω]], [[διαλύω]] μια [[στρατιά]], σε Ηρόδ. — Παθ., διασκορπίζομαι, μτχ. αορ. αʹ και μτχ. παρακ., <i>διασκεδασθέντες</i>, <i>διεσκεδασμένοι</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''διασκεδάννῡμι:''' μέλ. Αττ. -[[σκεδῶ]], αόρ. αʹ <i>-εσκέδᾰσα</i>, γʹ ενικ. ευκτ. <i>-σκεδασεῖεν</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[διασκορπίζω]] [[μακριά]], στους ανέμους, [[διασπείρω]], [[διαχέω]], Λατ. dissipare, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποδεκατίζω]], [[διαλύω]] μια [[στρατιά]], σε Ηρόδ. — Παθ., διασκορπίζομαι, μτχ. αορ. αʹ και μτχ. παρακ., <i>διασκεδασθέντες</i>, <i>διεσκεδασμένοι</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''διασκεδάννῡμι:''' (fut. [[διασκεδῶ]], aor. διεσκέδασα)<br /><b class="num">1)</b> разбрасывать, раскидывать, рассеивать ([[ναυάγια]] Thuc.; ὁ [[ἄνεμος]] διασκεδάννυσίν τι Plat.; ἡ [[θερμότης]] διασκεδαννυμένη πρὸς τὸν [[ἄνω]] τόπον Arst.);<br /><b class="num">2)</b> разгонять ([[ἄλλυδις]] [[ἄλλῃ]] Hom.; sc. πολεμίους Plut.);<br /><b class="num">3)</b> распускать (στρατόν Her.);<br /><b class="num">4)</b> разбивать, разрушать ([[σχεδίην]] Hom.);<br /><b class="num">5)</b> уничтожать (γῆν καὶ νόμους Soph.).
}}
}}