Anonymous

διαλελαμμένος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(nl)
(1b)
 
Line 4: Line 4:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=διαλελαμμένος ptc. perf. m. van διαλαμβάνω.
|elnltext=διαλελαμμένος ptc. perf. m. van διαλαμβάνω.
}}
{{elru
|elrutext='''διαλελαμμένος:''' ион., διαλελημμένος атт. part. pf. pass. к [[διαλαμβάνω]].
}}
}}