Anonymous

δίαρμα: Difference between revisions

From LSJ
1b
(9)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[δίαρμα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[απόσταση]] που ένα [[πλοίο]] διανύει σε ορισμένον χρόνο εκφραζόμενο σε ναυτικά μίλια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> θαλάσσιο [[ταξίδι]]<br /><b>2.</b> [[πέρασμα]] από πορθμό<br /><b>3.</b> (για λόγο) [[έμφαση]], ύψος<br /><b>4.</b> [[έξαρση]] ψυχική.
|mltxt=το (Α [[δίαρμα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[απόσταση]] που ένα [[πλοίο]] διανύει σε ορισμένον χρόνο εκφραζόμενο σε ναυτικά μίλια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> θαλάσσιο [[ταξίδι]]<br /><b>2.</b> [[πέρασμα]] από πορθμό<br /><b>3.</b> (για λόγο) [[έμφαση]], ύψος<br /><b>4.</b> [[έξαρση]] ψυχική.
}}
{{elru
|elrutext='''δίαρμα:''' ατος [[διαίρω]] τό<br /><b class="num">1)</b> подъем ([[ὄγκος]] καὶ δ., sc. τοῦ λόγου Plut.; ψυχῆς Diod.);<br /><b class="num">2)</b> переезд (δ. πελάγιον, Polyb.).
}}
}}