Anonymous

διασκάπτω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διασκάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[ανατρέπω]] σκάβοντας, με γεν., σε Πλούτ.
|lsmtext='''διασκάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[ανατρέπω]] σκάβοντας, με γεν., σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''διασκάπτω:''' срывать, разрушать, сносить (τὰ μακρὰ τείχη Lys.; τοῦ τείχους, sc. [[μέρος]] τι Plut.).
}}
}}