Anonymous

διατορνεύω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(9)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διατορνεύω]] (Α) [[τορνεύω]]<br />[[επεξεργάζομαι]] με τόρνο, φτιάχνω [[κάτι]] στρογγυλό.
|mltxt=[[διατορνεύω]] (Α) [[τορνεύω]]<br />[[επεξεργάζομαι]] με τόρνο, φτιάχνω [[κάτι]] στρογγυλό.
}}
{{elru
|elrutext='''διατορνεύω:''' вырезать, гравировать (ἔπη γράμμασιν ἐν σησάμῳ Plut.).
}}
}}