Anonymous

διάκονος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διάκονος:''' [ᾱ], Ιων. [[διήκονος]], ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[υπηρέτης]], [[υπάλληλος]], αυτός που προσφέρει υπηρεσίες, [[θεράπων]], Λατ. [[minister]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[αγγελιοφόρος]], σε Αισχύλ., Σοφ.· ως θηλ. σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[λειτουργός]], [[ιερέας]], [[εφημέριος]] εκκλησίας, [[διάκονος]], σε Καινή Διαθήκη· ως θηλ., [[διακόνισσα]], στο ίδ. (παραπλήσιο προς το [[διάκτορος]]· και τα [[δύο]] πιθ. από το [[διώκω]]).
|lsmtext='''διάκονος:''' [ᾱ], Ιων. [[διήκονος]], ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[υπηρέτης]], [[υπάλληλος]], αυτός που προσφέρει υπηρεσίες, [[θεράπων]], Λατ. [[minister]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[αγγελιοφόρος]], σε Αισχύλ., Σοφ.· ως θηλ. σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[λειτουργός]], [[ιερέας]], [[εφημέριος]] εκκλησίας, [[διάκονος]], σε Καινή Διαθήκη· ως θηλ., [[διακόνισσα]], στο ίδ. (παραπλήσιο προς το [[διάκτορος]]· και τα [[δύο]] πιθ. από το [[διώκω]]).
}}
{{elru
|elrutext='''διάκονος:''' <b class="num">I</b> (ᾱ), ион. [[διήκονος]] 2 служебный, служительский (ἐπιστήμης [[μόριον]] Plat.).<br /><b class="num">II</b> (ᾱ), ион. [[διήκονος]] ὁ и ἡ<br /><b class="num">1)</b> слуга (служанка), служитель(ница) Aesch., Soph., Her., Thuc., Arph., Plat., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> диакон (диаконисса) NT.
}}
}}