Anonymous

διαχράομαι: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαχράομαι:''' Ιων. -[[χρέομαι]], μέλ. <i>-ήσομαι</i>, Δωρ. γʹ ενικ. <i>-χρησεῖται</i>· <b>I. 1. α)</b> αποθ., με δοτ. προσ., [[χρησιμοποιώ]] [[σταθερά]], [[συνεχώς]] ή κατά [[συνήθεια]], σε Ηρόδ.· <i>τῇ ἀληθείῃ δ</i>., λέω την [[αλήθεια]], στον ίδ.· <i>δ. ἀρετῇ</i>, [[εξασκώ]] την [[αρετή]], στον ίδ. <b>β)</b> όπως το Λατ. [[utor]], για παθητικές καταστάσεις, [[συναντώ]], [[παθαίνω]], [[υφίσταμαι]], [[περιπίπτω]] σε, [[υποφέρω]] [[κάτω]] από, <i>συμφορῇ</i>, <i>αὐχμῷ</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., [[καταναλώνω]], [[δαπανώ]], [[αναλίσκω]], [[καταστρέφω]], στον ίδ., σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ. παρακ. -[[κέχρημαι]], παραχωρούμαι ως [[δάνειο]] σε διαφορετικά πρόσωπα, σε Δημ.
|lsmtext='''διαχράομαι:''' Ιων. -[[χρέομαι]], μέλ. <i>-ήσομαι</i>, Δωρ. γʹ ενικ. <i>-χρησεῖται</i>· <b>I. 1. α)</b> αποθ., με δοτ. προσ., [[χρησιμοποιώ]] [[σταθερά]], [[συνεχώς]] ή κατά [[συνήθεια]], σε Ηρόδ.· <i>τῇ ἀληθείῃ δ</i>., λέω την [[αλήθεια]], στον ίδ.· <i>δ. ἀρετῇ</i>, [[εξασκώ]] την [[αρετή]], στον ίδ. <b>β)</b> όπως το Λατ. [[utor]], για παθητικές καταστάσεις, [[συναντώ]], [[παθαίνω]], [[υφίσταμαι]], [[περιπίπτω]] σε, [[υποφέρω]] [[κάτω]] από, <i>συμφορῇ</i>, <i>αὐχμῷ</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., [[καταναλώνω]], [[δαπανώ]], [[αναλίσκω]], [[καταστρέφω]], στον ίδ., σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ. παρακ. -[[κέχρημαι]], παραχωρούμαι ως [[δάνειο]] σε διαφορετικά πρόσωπα, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαχράομαι:''' ион. [[διαχρέομαι]]<br /><b class="num">1)</b> постоянно пользоваться: δ. οἴνω Her. постоянно пить вино; τῷ οὐνόματι τῷ [[αὐτῷ]] αἰεὶ δ. Her. носить всегда то же имя; [[ὅσαπερ]] ὄψῳ δ. τινι Xen. пользоваться чем-л. в качестве приправы; δ. τῇ ἀληθείῃ Her. всегда говорить правду; τοῖς νόμοις δ. Arph. жить по законам; ἀρετῇ δ. Her. быть добродетельным; αὐχμῷ δ. Her. насылать засуху;<br /><b class="num">2)</b> испытывать, подвергаться: συμφορῇ μεγάλῃ δ. Her. терпеть сильные лишения; τοιούτῳ μόρῳ διεχρήσαντο Her. вот какой смертью они погибли;<br /><b class="num">3)</b> изнурять ([[νόσος]] διαχρωμένη [[σῶμα]] Plut.): τοῖς ἐναντίοις τὸ [[ἴδιον]] [[δέμας]] δ. Luc. умерщвлять свое тело;<br /><b class="num">4)</b> умерщвлять, убивать (τινα Her., Thuc.): δ. ἑαυτόν Plut. покончить жизнь самоубийством; [[ἔνιοι]] διαχρησθῆναι Diog. L. некоторые (говорят) были убиты.
}}
}}