Anonymous

διαφυλάσσω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαφῠλάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[παρακολουθώ]] προσεκτικά, [[περιφρουρώ]] [[στενά]], σε Ηρόδ. κ.λπ. — Μέσ., [[φυλάω]] για [[χάρη]] μου, για λογαριασμό μου, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[παρατηρώ]], [[διατηρώ]] προσεκτικά, <i>τὰ [[μέτρα]]</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[παρακολουθώ]], [[περιφρουρώ]], [[προφυλάσσω]], <i>τοὺς νόμους</i>, σε Πλάτ.· <i>δ. τὸ μή</i>, με απαρ., [[περιφρουρώ]] ενάντια στο να είναι..., στον ίδ.
|lsmtext='''διαφῠλάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[παρακολουθώ]] προσεκτικά, [[περιφρουρώ]] [[στενά]], σε Ηρόδ. κ.λπ. — Μέσ., [[φυλάω]] για [[χάρη]] μου, για λογαριασμό μου, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[παρατηρώ]], [[διατηρώ]] προσεκτικά, <i>τὰ [[μέτρα]]</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[παρακολουθώ]], [[περιφρουρώ]], [[προφυλάσσω]], <i>τοὺς νόμους</i>, σε Πλάτ.· <i>δ. τὸ μή</i>, με απαρ., [[περιφρουρώ]] ενάντια στο να είναι..., στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαφῠλάσσω:''' атт. διαφῠλάττω<br /><b class="num">1)</b> тщательно охранять (πόλιν Her., Isocr., med. Eur.; πάροδον Lys.; τὰ τείχη Plut.);<br /><b class="num">2)</b> хранить, соблюдать, блюсти (τοὺς νόμους Plat.; εἰρήνην Dem.; πίστιν Polyb.): δ. ὅτι … Plat. и [[ὅπως]] … Arst. следить за тем, чтобы …; δ. τὸ μὴ σπουδάζειν ἐπί τινι Plat. оставаться равнодушным к чему-л.;<br /><b class="num">3)</b> сохранять в памяти (τι Luc.).
}}
}}