Anonymous

διαθεάομαι: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαθεάομαι:''' μέλ. -άσομαι [ᾱ], αποθ., [[βλέπω]] μέσα από [[κάτι]], [[εξετάζω]] προσεκτικά, σε Πλάτ., Ξεν. — ρημ. επίθ., [[διαθεατέον]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''διαθεάομαι:''' μέλ. -άσομαι [ᾱ], αποθ., [[βλέπω]] μέσα από [[κάτι]], [[εξετάζω]] προσεκτικά, σε Πλάτ., Ξεν. — ρημ. επίθ., [[διαθεατέον]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαθεάομαι:''' разглядывать, рассматривать (τι и λογισμῶ τι Plat.): διαθεώμενος αὐτῶν ὅσην μὲν χώραν καὶ οἵαν ἔχοιεν Xen. видя, каковы размеры и свойства их страны.
}}
}}