Anonymous

διάλληλος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(9)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[διάλληλος]], -ον)<br />[[αμοιβαίος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αλληλεξαρτώμενος<br /><b>2.</b> (για λέξεις) αυτός που ανταλλάσσει τη [[θέση]] του με άλλον.
|mltxt=-η, -ο (AM [[διάλληλος]], -ον)<br />[[αμοιβαίος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αλληλεξαρτώμενος<br /><b>2.</b> (για λέξεις) αυτός που ανταλλάσσει τη [[θέση]] του με άλλον.
}}
{{elru
|elrutext='''διάλληλος:''' взаимный: ὁ δ. (тж. διαλλήλων и δι᾽ [[ἀλλήλων]]) [[τρόπος]] Sext. заколдованный (порочный) круг.
}}
}}