Anonymous

διηθέω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διηθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[διυλίζω]], [[στραγγίζω]], [[φιλτράρω]], Λατ. percolare, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[ξεπλένω]], [[καθαρίζω]], [[εξαγνίζω]], [[καθαίρω]], εκπλένω, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., λέγεται για υγρά, στραγγίζομαι, φιλτράρομαι, στον ίδ.
|lsmtext='''διηθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[διυλίζω]], [[στραγγίζω]], [[φιλτράρω]], Λατ. percolare, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[ξεπλένω]], [[καθαρίζω]], [[εξαγνίζω]], [[καθαίρω]], εκπλένω, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., λέγεται για υγρά, στραγγίζομαι, φιλτράρομαι, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''διηθέω:''' <b class="num">1)</b> процеживать (δ. καὶ διαττᾶν Plat.; διηθούμενον [[ὕδωρ]] διά τινος Arst.; τὸν [[ἄκρατον]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> просеивать, провеивать (κοσκίνῳ τὴν τέφραν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> прополаскивать, промывать (τὴν κοιλίην οἴνῳ Her.);<br /><b class="num">4)</b> отцеживать, наливать ([[οἶνον]] πυρέττοντι Plut.);<br /><b class="num">5)</b> просачиваться (διηθέον τὸ [[ὕδωρ]] ἐκ τοῦ ποταμοῦ Her.).
}}
}}